πολυθρέμματος

πολυθρέμματος
πολυ-θρέμμᾰτος, ον,
A rich in cattle, J.AJ6.13.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυθρέμματος — rich in cattle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθρέμματος — ον, Α (για τόπο) αυτός που έχει άφθονα βοσκήματα, αυτός που τρέφει πολλά ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρεμματος (< θ. θρεπ τού ἔθρεψα, αόρ. τού τρέφω), πρβλ. φιλο θρέμματος] …   Dictionary of Greek

  • πολυθρέμματον — πολυθρέμματος rich in cattle masc/fem acc sg πολυθρέμματος rich in cattle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθρεμμάτου — πολυθρέμματος rich in cattle masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθρεμμάτῳ — πολυθρέμματος rich in cattle masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθρέμματοι — πολυθρέμματος rich in cattle masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”